- ταχειά
- Νεπίρρ. βλ. ταχιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχεία — ταχείᾱ , ταχύς swift fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχείᾳ — ταχείᾱͅ , ταχύς swift fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχεία — (I) η, Ν βλ. ταχύς. (II) η, Ν ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων … Dictionary of Greek
ταχεία — η αμαξοστοιχία που εκτελεί δρομολόγια σε σύντομο χρόνο, το εξπρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχεῖα — ταχύς swift fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχείας — ταχείᾱς , ταχύς swift fem acc pl ταχείᾱς , ταχύς swift fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβρασμός — Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό,… … Dictionary of Greek
ταχεῖ' — ταχεῖα , ταχύς swift fem nom/voc sg ταχεῖαι , ταχύς swift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχείαι — ταχείᾱͅ , ταχύς swift fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek